Ετυμολογικώς, ο όρος ζωφόρος σημαίνει φέρω ζωή και αφορά στο μέρος αυτό του κτηρίου, ανεξαρτήτως αν φέρει γλυπτές παραστάσεις ή όχι.
Με τον όρο ζωφόρος ή ζωοφόρος[1] στην αρχιτεκτονική και την αρχαιολογία αποκαλείται το αρχιτεκτονικό (δομικό, μορφολογικό και τυπολογικό) μέρος, άνω του επιστυλίου στην αρχαία ελληνική - αρχαϊκή & κλασική - ναοδομία, το οποίο χαρακτηρίζει, εφεξής, κάθε αντίστοιχο μέρος σε μεγάλης κλίμακας μνημειακή και δημόσια, εν γένει, αρχιτεκτονική, μέχρι των ημερών μας.
Λ.χ., ο πόλεμος των Αθηναίων εναντίων των Περσών απεικονίζεται εμμέσως ως η μάχη των Κενταύρων με τους Λαπίθες (στις τέσσερις πλευρές απεικονίζονται, η πομπή των Παναθηναίων επί φερώνυμων πλακών από πεντελικό μάρμαρο ύψους 1 μέτρου και μήκους 1,60 μ. Στην ανατολική πλευρά απεικονίζεται η ετοιμασία προς θυσία, στη δυτική η προετοιμασία της πομπής (οδηγοί με σφάγια, κιθαριστές, πλήθος κόσμου, άρματα και ιππείς κ.α.
Από τη νότια πρόσταση, όμως, αυτού έχει παραλειφθεί η ζωφόρος για να μην επιβαρύνονται αισθητικά οι κεφαλές των Καρυάτιδων.
Βρίσκεται μεταξύ επιστυλίου και γείσου συναποτελώντας τον θριγκό.
Αποτελεί μια ζώνη που περιτρέχει το οικοδόμημα, η οποία, ενίοτε και αναλόγως του ρυθμού του κτηρίου και της περίστασης, φέρει γλυπτές παραστάσεις, οι οποίες κοσμούν το περιστύλιο, καθώς και τον σηκό των αρχαιοελληνικών ναών[2], στην εξωτερική παρειά (πλευρά, επιφάνεια) τους.
Τέλος, ζωφόρο έφερε και το Ερεχθείο με ένθετες μορφές.
Η ζωφόρος είναι βασικό δομικό στοιχείο του ναού (και εν γένει, ενός δημόσιου, μνημειακής κλίμακας κτίσματος), επομένως, πρόκειται για στοιχείο αμφίπλευρο, εντός και εκτός αυτού.
Από τις ωραιότερες ζωφόρους της αρχαιότητας θεωρείται η ζωφόρος του ναού της Αθηνάς Νόκης, εκτός των τειχών της Ακρόπολης, νοτίων των Προπυλαίων, γνωστού ως Απτέρος Νίκη.
Ο όρος διακόσμηση ουσιαστικά προκύπτει από τις γλυπτές παραστάσεις των ιωνικών ζωφόρων και αφορά στην αποτύπωση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας των κοινωνιών τους σε θρησκευτικό ή/ και πολιτειακό επίπεδο.